- σοδομιστής
- σοδομίτης ο педераст
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σοδομιστής — ο, Ν ομοφυλόφιλος, ιδίως ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + ιστής*] … Dictionary of Greek
σοδομίτης — ο, Ν σοδομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek